ευρακύλων

ευρακύλων
εὐρακύλων, -ωνος, ὁ (Α)
βλ. ευροκλυδων.
[ΕΤΥΜΟΛ. πιθ. < Εύρος + λατ. aquilo, -onis «βοριάς»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • εὐρακύλων — euroaquilo masc nom/voc sg εὐροκλύδων masc nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ευροκλύδων — εὐροκλύδων, ωνος, ὁ (ΑΜ, Α και εὐρακύλων) θυελλώδης βορειοανατολικός άνεμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < Εύρος, ο «νοτιοανατολικός άνεμος» + κλύδων. Για τον τ. ευρακύλων βλ. λ.] …   Dictionary of Greek

  • ԵՒՐԱԿԻԿԼՈՆ — ( ) NBH 1 0705 Chronological Sequence: Early classical, 13c գ. Բառ յն. էւրօգլի՛տօն. εὑροκλύδων euroaquilo իբր εὑρακύλων (բարդեալ ի յն. եւ լտ.) որպէս յեւրոսէ՝ այսինքն յարեւելեան հողմոյ յուզեալ. Ազգ արեւելեան հողմոյ ձմերայնոյ՝ պտուտակեալ խառն ի… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”